πηλαλώ

πηλαλώ
και πιλαλώ, -άω, Ν
τρέχω πολύ γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἀπηλάλησα τού ἀπολαλῶ «φλυαρώ», ενώ κατ' άλλους από το μσν. ἐπιλαλῶ (φλυαρώ, απ' όπου και η γρφ. πιλαλώ). Τέλος, σύμφωνα με μια άλλη άποψη, από το αρχ. ἐπελαύνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • -άλα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται: Ι) αφηρημένα ουσιαστικά παράγωγα ρημάτων, που δηλώνουν ενέργεια τού πρωτότυπου ρήματος, π.χ. κρεμάλα < κρεμώ, μουντζάλα < μουντζαλώνω, πηλάλα… …   Dictionary of Greek

  • πηλάλα — και πιλάλα, η, Ν 1. το γρήγορο τρέξιμο 2. (ως επίρρ.) γρήγορα, πηλαλώντας («έφυγε πηλάλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. πηλαλώ] …   Dictionary of Greek

  • πηλάλημα — το, Ν [πηλαλώ] το γρήγορο τρέξιμο …   Dictionary of Greek

  • πηλαλητό — το, Ν το πηλάλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλαλώ + κατάλ. ητό (πρβλ. χασμουρ ητό)] …   Dictionary of Greek

  • πιλαλώ — Ν βλ. πηλαλώ …   Dictionary of Greek

  • πιλαλάω — (δε συνηθίζεται η κλίση σε ώ), πιλάλησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: πιλαλάω : ακολουθούμε την ετυμολογία από τη μεσαιωνική λέξη επιλαλώ. Σύμφωνα με άλλη άποψη, πρέπει να γραφτεί με η γιατί προέρχεται από το μεσν. πηλαλώ < απηλάλησα (αόρ. του… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”